- προσκαθέζομαι
- ΜΑ [καθέζομαι]1. κάθομαι μπροστά από κάποιον άλλο2. κάθομαι στα πόδια δασκάλουαρχ.1. σταματώ μπροστά σε μια πόλη, πολιορκώ (α. «προσκαθεζόμενοι δὲ τὴν πόλιν προεῑπον», Θουκ.β. «τῇ πόλει προσκαθεζόμενοι», Πολ.)2. παρακολουθώ επιμελώς («προσκαθεδεῑται καὶ προσεδρεύσει τοῑς πράγμασι», Δημοσθ.).
Dictionary of Greek. 2013.